επισταθμεύω

επισταθμεύω
αμετ.
1) останавливаться; квартировать; 2) воен, останавливаться на постой, расквартировываться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επισταθμεύω" в других словарях:

  • επισταθμεύω — (AM ἐπισταθμεύω) [σταθμεύω] 1. σταθμεύω, καταλύω σ’ έναν τόπο 2. καταλύω κατά τη διάρκεια πορείας («τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν ἐπισταθμευόντων», Πλούτ.) αρχ. 1. προσφέρω κατάλυμα και τροφή 2. παθ. ἐπισταθμεύομαι χρησιμοποιούμαι …   Dictionary of Greek

  • ἐπισταθμευόντων — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act masc/neut gen pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres imperat act 3rd pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act masc/neut gen pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμεύοντα — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act masc acc sg ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμευομένους — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp masc acc pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμευόμεναι — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp fem nom/voc pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμευόμενοι — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp masc nom/voc pl ἐπισταθμεύω to be billeted pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισταθμεύων — ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act masc nom sg ἐπισταθμεύω to be billeted pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστάθμευση — η προσωρινή στάθμευση στη διάρκεια πορείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επισταθμεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»